αινιγματικός

αινιγματικός
-ή, -ό
αυτός που είναι σκοτεινός σαν αίνιγμα: Αυτός ήταν πάντα τύπος αινιγματικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αινιγματικός — ή, ό (Μ αἰνιγματικός) όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴνιγμα. ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα] …   Dictionary of Greek

  • αἰνιγματικῶν — αἰνιγματικός in riddles fem gen pl αἰνιγματικός in riddles masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνιγματική — αἰνιγματικός in riddles fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνιγματικῶς — αἰνιγματικός in riddles adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμφατον — ἔμφατον, το (Μ) λόγος αινιγματικός, υπαινικτικός («ἔμφατον αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • αινιγματίας — ο (Α αἰνιγματίας) [αἴνιγμα] αυτός που μιλά με αινίγματα, ασαφής, αινιγματικός …   Dictionary of Greek

  • αινιγματικότητα — ( ότης), η [αινιγματικός] το να εκφράζεται κανείς με αινίγματα, η ασάφεια …   Dictionary of Greek

  • αινικτός — αἰνικτός, ή, όν (Α) [αἰνίσσομαι] αινιγματικός, αινιγματώδης …   Dictionary of Greek

  • γριφώδης — ες (AM γριφώδης, ες) [γρίφος] 1. όμοιος με γρίφο, αινιγματικός νεοελλ. γεμάτος γρίφους, με ασαφή σημεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”